- τραπεζικός
- -ή, -ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» — ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζαβ. «τραπεζικό γραμμάτιο» — τραπεζογραμμάτιο)2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η τραπεζικόςυπάλληλος τράπεζας3. φρ. α) «τραπεζικές αρχές»(οικον.) οι γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη δραστηριότητα μιας τράπεζαςβ) «τραπεζικές εργασίες» — το σύνολο τών ενεργητικών και παθητικών εργασιών μιας τράπεζαςγ) «τραπεζική οικονομική» — κλάδος τής οικονομικής επιστήμης που εξετάζει τον ρόλο τών τραπεζών στο πιστωτικό σύστημα και, γενικότερα, στην οικονομία μιας χώραςδ) «τραπεζική οργάνωση» — η οργανωτική δομή τής τράπεζας ως επιχείρησηςε) «τραπεζική πολιτική»i) τομέας τής πιστωτικής πολιτικής που αφορά τη συμπεριφορά τού κράτους απέναντι στα τραπεζικά ιδρύματαii) η πολιτική που ασκεί κάθε τραπεζική επιχείρηση στη δράση και στη συμπεριφορά της απέναντι στην πελατεία τηςστ) «τραπεζική ρευστότητα» — η ρευστότητα που πρέπει να διατηρεί μια επιχείρηση είτε αυτή επιβάλλεται από τον νόμο είτε υπαγορεύεται από την ανάγκη τήρησης τών θεμελιακών τραπεζικών αρχώνζ) «τραπεζική αναγνώριση»i) τραπεζική σύμβαση, εντολή που δίνεται από μια τράπεζα σε άλλη για να πιστωθεί από την τελευταία ο λογαριασμός ενός πελάτη τής πρώτηςii) διαμεσολάβηση δύο τραπεζών, μία στο εσωτερικό και μία στο εξωτερικό, για τη διενέργεια εργασιών εξωτερικούη) «τραπεζική επιταγή» — επιταγή που εκδίδει μια τράπεζα υπέρ τού πελάτη τηςθ) «τραπεζική κατάθεση» — η εναπόθεση χρηματικού ποσού σε κάποιο πιστωτικό ίδρυμα, συνήθως εντόκως, υπό όρους που επιτρέπουν την ανάληψή του είτε αμέσως, χωρίς προειδοποίηση,είτε κατόπιν προειδοποίησηςι) «τραπεζική πίστωση» — η πίστωση που παρέχει μια τράπεζαια) «τραπεζικές συμβάσεις» — οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ τραπεζών και τών πελατών τους ή και μεταξύ τραπεζώνιβ) «τραπεζικό επιτόκιο» — το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες υπολογίζουν τους τόκους τών κεφαλαίων που διακινούνιγ) «τραπεζικό προεξοφλητικό επιτόκιο» — το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες προεξοφλούν χρεώγραφα τών πελατών τουςιδ) «τραπεζικό δίκαιο»(νομ.) το δίκαιο που ρυθμίζει την ίδρυση και λειτουργία τού τραπεζικού συστήματος μιας χώραςιε) «τραπεζικό κεφάλαιο» — το χρηματικό κεφάλαιο που βρίσκεται στη διάθεση τών τραπεζών και το οποίο αυτές χρησιμοποιούν, στο μεγαλύτερο μέρος του για τη χορήγηση έντοκων δανείωνιστ) «τραπεζικό σύστημα»i) ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένο το πιστωτικό σύστημα μιας χώραςii) to σύνολο τών πιστωτικών ιδρυμάτων μιας χώρας, που αποτελείται από την κεντρική ή εκδοτική τράπεζα, τις εμπορικές τράπεζες και τους ειδικούς πιστωτικούς οργανισμούςιζ) «τραπεζικό απόρρητο» — η υποχρέωση τών τραπεζών να μην αποκαλύπτουν σε τρίτους τα στοιχεία συναλλαγών με τους πελάτες τουςιη) «τραπεζική σχολή»i) συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας τών τραπεζών τον οποίο ακολουθεί ένας αριθμός τραπεζώνii) προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται θέματα τραπεζικής θεωρίας και πρακτικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.